- ενιδρύω
- (AM ἐνιδρύω)ιδρύω σ' έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)μσν.εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)αρχ.1. μέσ. ενιδρύομαιχτίζω, θεμελιώνω, οικοδομώ για τον εαυτό μου2. παθ. α) φοιτώ, συχνάζωβ) έχω ιδρυθεί μέσα σε κάτι3. (αμτβ.) εγκαθίσταμαι.
Dictionary of Greek. 2013.